- ξεφτώ
- -άω και ξεφτίζω και ξεφτύζω1. (σχετικά με ενδύματα) χαλώ την ύφανση στην άκρη τού υφάσματος ώστε να μείνουν ξέφτια2. φθείρομαι από την πολλή χρήση, αποκτώ ξεφτίδια3. (για αντικείμενα) χάνω το επίχρισμά μου4. χάνω την αξία μου, χρεωκοπώ, παρακμάζω5. (για πρόσ.) χάνω την υπόληψή μου, το κύρος μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < έξέφτυσα < ἐξέπτυσα, αόρ. του ἐκπτύσσω «ξετυλίγω»].
Dictionary of Greek. 2013.