ξεφτώ

ξεφτώ
-άω και ξεφτίζω και ξεφτύζω
1. (σχετικά με ενδύματα) χαλώ την ύφανση στην άκρη τού υφάσματος ώστε να μείνουν ξέφτια
2. φθείρομαι από την πολλή χρήση, αποκτώ ξεφτίδια
3. (για αντικείμενα) χάνω το επίχρισμά μου
4. χάνω την αξία μου, χρεωκοπώ, παρακμάζω
5. (για πρόσ.) χάνω την υπόληψή μου, το κύρος μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξέφτυσα < ἐξέπτυσα, αόρ. του ἐκπτύσσω «ξετυλίγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεφτώ — βλ. ξεφτίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξέφτι — και ξεφτίδι, το κλωστή, νήμα που κρέμεται από την άκρη φθαρμένου υφάσματος, ή ξεφτισμένο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφτώ (πρβλ. κολυμπώ: κολύμπι)] …   Dictionary of Greek

  • ξεφτίζω — βλ. ξεφτώ …   Dictionary of Greek

  • τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… …   Dictionary of Greek

  • χνουδιάζω — Ν [χνούδι] 1. έχω ή αποκτώ χνούδι 2. (για ύφασμα) αρχίζω να ξεφτώ, να διαλύομαι σε λεπτές κλωστές …   Dictionary of Greek

  • χνουδιάζω — χνούδιασα, χνουδιασμένος 1. σχηματίζω λεπτό τρίχωμα. 2. για υφάσματα, αρχίζω να ξεφτώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”